Λύγκος ή Λυγκηστίς είναι το αρχαίο Μακεδονικό όνομα της
περιοχής Μοναστηρίου(Βιτώλια)-Φλώρινας, η οποία περιλαμβάνει το νότιο τμήμα της
άνω λεκάνης του Εριγώνα.
Επί Βυζαντινοκρατίας το όνομα Πελαγονεία αντικατέστησε το
Λύγκος ασφαλώς επειδή η πρωτεύουσα της Ηράκλεια ονομάσθηκε κατά τη μακεδονική
διάλεκτο Πελαγονεία(=άρχουσα, πρωτεύουσα).Έτσι ξεχάστηκε στη συνέχεια το
αρχαιομακεδονικό όνομα Λύγκος του κάμπου Μοναστηρίου-Φλώρινας.
Η αρχαία Ηράκλεια της Πελαγονίας, επί τουρκοκρατίας
ονομάστηκε Μοναστήρ, σήμερα είναι το Μοναστήρι των Σκοπίων.
Το χωριό Νίκη βρίσκεται σε τοποθεσία η οποία και επί ρωμαιοκρατίας ήταν τριγυρισμένη από το μεγάλο
Λυγκηστικό βάλτο.
Η ακριβής αρχική θέση
του είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, γιατί
ακριβώς ο χώρος της λεκάνης Μοναστηρίου-Φλώρινας ήταν μια απέραντη λίμνη
που σιγά σιγά υποχώρησε. Το πιθανότερο είναι να ήταν χτισμένος ο οικισμός
βορειοδυτικά, όπου το έδαφος είναι ψηλότερο.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του οικισμού, επίσης δεν
μπορεί να προσδιοριστεί. Δυστυχώς δεν
υπάρχουν γραπτά στοιχεία που να διαφωτίζουν τόσο την πλευρά της δημιουργίας,
όσο και την ιστορική πορεία του.
Η Νίκη ονομαζόταν παλαιά Νεγοτσάνη, από το λατινικό
ινγκουάτσια=μέσα στα έλη, λόγω του ελώδους εδάφους. Κατά τους βυζαντινούς
χρόνους αποτελούσε σημαντικό οικισμό, ενώ κατά την τουρκοκρατία είχαν
εγκατασταθεί και πολλοί Τουρκαλβανοί, που στις αρχές του 19ου αι. μετοίκησαν
στο Μοναστήρι. Το 1890 διαβιούσαν στη Νεγοτσάνη 80 ελληνικές οικογένειες, οι
περισσότερες δίγλωσσες, όλες τους αφοσιωμένες στο Πατριαρχείο. Κατά το
Μακεδονικό Αγώνα οι κάτοικοι του χωριού βοηθούσαν ποικιλοτρόπως το ελληνικά
σώματα και πολλοί νέοι του χωριού είχαν ενταχθεί στο σώμα του Παύλου Ρακοβίτη.
Εκεί έδρασε ο εκ Αγίου Αθανασίου καταγόμενος Κ.Τζήκας, ο Βολάνης (1908), ο
Στέργιος Μοραΐτης(1909).Η Νεγοτσάνη αποτέλεσε ανάχωμα των βουλγαρικών
επεκτατικών βλέψεων καθ΄όλη την κρίσιμη περίοδο. Γνώρισε πολλές περιπέτειες
κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε την κατέλαβαν και πολλοί κάτοικοί της αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Στη Μικρασιατική
Εκστρατεία το χωριό έδωσε κι αυτό τη συμβολή του με τη συμμετοχή Νικιωτών
μαχητών.
Η Νίκη εκατοντάδες χρόνια
προ Χριστού, υπήρχε σαν μικρό φρούριο ή μικρός οικισμός. Η άποψη αυτή
χωρίς να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη, προκύπτει ως συμπέρασμα από τη μελέτη των
περιοχών της Λύγκου.
Η θέση του οικισμού ήταν εξαιρετικής στρατιωτικής
σημασίας στα χρόνια των πιο μεγάλων Μακεδόνων βασιλέων, του Φιλίππου Β΄και του
γιου του , του μεγάλου στρατηλάτου και εκπολιτιστού Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στα χρόνια του Βυζαντίου ο οικισμός
διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε, γιατί βρισκόταν στο ενδιάμεσο της οδού που ένωνε
το βόρειο και το νότιο τμήμα του βορειοδυτικού αυτού χώρου της αυτοκρατορίας.
Σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων ήταν η ομαλότερη διάβαση από το Βορρά προς το
Νότο και αντίθετα.
Επί τουρκοκρατίας, πεντακοσίων χρόνων καταστροφής και
λεηλασιών, οι κάτοικοι υπέφεραν, όμως ποτέ δεν λύγισαν. Σήμερα είναι βαθιά
χαραγμένη στη μνήμη των γερόντων η παρουσία των Τούρκων στο χωριό και πολύ
περισσότερο οι μαρτυρίες των γονέων και παππούδων τους, για τα χρόνια της
τούρκικης σκλαβιάς.
Η επικοινωνία των κατοίκων στηριζόταν σε κάποιο τοπικό
γλωσσικό ιδίωμα, ενώ η γραφή ήταν ανύπαρκτη.
Στο διπλανό Μοναστήρι λειτουργούσε ελληνικό σχολείο και
τέσσερις Μακεδόνες από την περιοχή της
Νίκης μαθαίνουν εκεί την ελληνική γραφή. Επιστρέφουν στο χωριό, γίνονται ο
ένας ψάλτης και οι τρεις ιερείς.
Στο χώρο που είναι σήμερα χτισμένο το αγροτικό ιατρείο
του χωριού, οι Τούρκοι είχαν το διοικητήριό τους (KARAKOL=περίπολος, φρουρά) ,
ένα μεγάλο κτίριο με τρεις αίθουσες. Σύμφωνα με μαρτυρίες των γερόντων, στο
κτίριο αυτό δέχονταν οι κάτοικοι τους αβάσταχτους βασανισμούς των Τούρκων.
Στο χωριό υπήρχαν ακόμα τέσσερα τσιφλίκια (κούλες ) ,
τέσσερις μπέηδες κι ένα τζαμί. Στα τσιφλίκια αυτά δούλευαν οι κάτοικοι του
χωριού κάτω από τις διαταγές των Τούρκων. Στις αρχές του 19ου αι. οι μπέηδες
άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και πουλούσαν τη γη τους στους χωρικούς. Πολλές φορές οι μπέηδες άφηναν
Έλληνες πληρεξούσιους για να πουλήσουν τη γη για λογαριασμό τους.
Σύμφωνα με τους γέροντες του χωριού, οι Τούρκοι έφτιαξαν
στο χωριό τρεις Τούμπες (υψώματα ) και ακόμα μία στη θέση που βρίσκεται σήμερα
το γειτονικό φυλάκιο των Σκοπίων. Στα υψώματα αυτά συνήθιζαν να γλεντούν, να
τρώνε και να πίνουν. Η αποχώρησή τους από την περιοχή ολοκληρώθηκε το 1922.
Το χωριό δέχτηκε επίσης πολλές επιδρομές Βουλγάρων και
ορδών του πανσλαβικού κομιτάτου, καθώς οι ορεινοί όγκοι του Περιστερίου είναι
πολύ κοντά στο χωριό.
Πολλά δεινά υπέφεραν οι κάτοικοι από τις συμμορίες των
κομιτατζήδων, όμως δε λύγισαν , έμειναν όρθιοι στις επάλξεις του Ελληνισμού
,έτσι όπως τους ήθελε η μοίρα της Ελλάδας, που τους έταξε φρουρούς και τους
εμπιστεύθηκε τη φύλαξη των βορείων συνόρων.
Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι Νικιώτες πρόσφεραν πολλά, τόσο με τη συμμετοχή
παληκαριών στις αντάρτικες ομάδες του
οπλαρχηγού Ρακοβίτη, όσο και με την παροχή τροφής, καταφυγίου και χρήσιμων
πληροφοριών.
Το 1912 γίνεται η οριοθέτηση των συνόρων της πατρίδας από
επιτροπή, που την αποτελούν μέλη από μεγάλες δυνάμεις Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας
και Τουρκίας και οι Νικιώτες γίνονται φρουροί των βορείων συνόρων της Ελλάδας.
Νέες περιπέτειες τους περιμένουν το 1916 με την κατάληψη
του χωριού από το γαλλικό στρατό. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το χωριό για τρία
ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1919.
Ακολουθεί η Μικρασιατική εκστρατεία του 1921. Περίπου 15
παλικάρια της Νίκης μετέχουν στη μεγάλη πολεμική εκστρατεία και αντικρίζουν την
Αγία Σοφία και τ ΄ άλλα ιερά μέρη του Ελληνισμού.
Πέντε νεκροί (σήμερα είναι γνωστά τα ονόματα :Βράντσης
Μάρκος, Καρκούσκας Χρήστος, Νικολαϊδης Δημήτρης, Ουλιάρης Σταύρος), τρεις
τραυματίες και δυο αιχμάλωτοι (γνωστό είναι το όνομα του ενός: Bράντσης
Βασίλειος), είναι ο φόρος αίματος που πλήρωσε η Νίκη στον αγώνα εκείνο.
Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών της Συνθήκης της
Λωζάνης, εγκαθίστανται στη Νίκη 17 προσφυγικές οικογένειες, που ήρθαν από τα
μέρη της Τραπεζούντας.
Τον Οκτώβριο του 1940 οι Νικιώτες (περίπου σαράντα)
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους , για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, υπηρετώντας στην πρώτη
γραμμή με το 28ο και το 33ο Σύνταγμα. Στον αγώνα εκείνο σκοτώθηκε ένας Νικιώτης
(Τσίκλης Σωτήριος του 33ου ),τραυματίστηκαν τρεις και αιχμαλωτίστηκε ένας.
Ακολουθεί η Ναζιστική κατοχή και οι επιδρομές των
Βουλγάρων κομιτατζήδων. Νέα σκληρή δοκιμασία περνούν οι κάτοικοι στα χρόνια του
πολέμου 1946-49. Ο απολογισμός είναι ένας νεκρός κι ένας τραυματίας.
Μετά το 1950 αρχίζει η περίοδος ανανέωσης, σταθεροποίησης
και προόδου, ταυτόχρονα όμως η περίοδος χαρακτηρίζεται από τις πολλές
εξωτερικές μεταναστεύσεις, που συνεχίζονταν μέχρι το 1979 (κυρίως προς Καναδά
και Αυστραλία).
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΑΠΟ: ΒΡΑΝΤΣΗ ΑΓΑΠΗ